- μέλεσθε
- μέλωto be an object of carepres imperat mp 2nd plμέλωto be an object of carepres ind mp 2nd plμέλωto be an object of careimperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέλεσθ' — μέλεσθε , μέλω to be an object of care pres imperat mp 2nd pl μέλεσθε , μέλω to be an object of care pres ind mp 2nd pl μέλεσθαι , μέλω to be an object of care pres inf mp μέλεσθε , μέλω to be an object of care imperf ind mp 2nd pl (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… … Dictionary of Greek